- εξωτερικότητα
- η1. η ιδιότητα τών φυσικών σωμάτων να κατέχουν καθορισμένο χώρο στο διάστημα και στη συνείδηση μας2. επιπόλαια όψη, επιφάνεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξωτερικότητα — η 1.η ιδιότητα των υλικών όντων να κατέχουν καθορισμένο χώρο στο διάστημα και στη συνείδησή μας, αντικειμενικότητα, αντικειμενική υπόσταση. 2. μτφ., φαινομενικότητα, επιπόλαιη όψη, επιφάνεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σιτς, Χάινριχ — (Schütz, Κέστριτς 1585 – Δρέσδη 1672). Γερμανός συνθέτης. Σε ηλικία περίπου έξι ετών άρχισε να μελετά τραγούδι και εκδήλωσε τέτοιες μουσικές ικανότητες, ώστε ο λανγράβος της Έσης Κάσελ, ακούοντάς τον, ανέλαβε ο ίδιος τη μόρφωση του παιδιού και το … Dictionary of Greek
Σογίνκα, Γόουλ — (Soyinka). Νιγηριανός συγγραφέας αγγλικής γλώσσας (Αμπεοκούτα, Νιγηρία 1934). Βραβεύτηκε από το Πανεπιστήμιο του Ιμπαντάν της Νιγηρίας και ύστερα από το Πανεπιστήμιο του Λιντς της Αγγλίας. Παρακολούθησε μαθήματα δραματικής τέχνης στο Θέατρο της… … Dictionary of Greek
φαινομενικότητα — η 1. το να είναι κάτι φαινομενικό (επιφανειακό), η εξωτερικότητα. 2. εικονικότητα, πλασματικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)